Στα επίπεδα του 2017 ενδέχεται να επιστρέψει έως το τέλος του 2021 η πρόοδος που έχει επιτευχθεί για τις γυναίκες στην εργασία, ως αποτέλεσμα της πανδημίας της COVID-19.
Αυτό το συμπέρασμα προκύπτει από την ανάλυση του ετήσιου δείκτη «Women in Work» της PwC, για το 2021, που αξιολογεί την οικονομική ενδυνάμωση των γυναικών σε 33 χώρες του Οργανισμού Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης (OOΣΑ).
Επί εννέα χρόνια, οι χώρες του ΟΟΣΑ κατέγραφαν σταθερή πρόοδο ως προς την οικονομική ενδυνάμωση των γυναικών. Ωστόσο, λόγω της COVID-19, αυτή η τάση πλέον αντιστρέφεται, με εκτιμώμενη πτώση της τάξης του 2,1% μεταξύ 2019 και 2021, σύμφωνα με την ανάλυση της PwC. Ο δείκτης φαίνεται να δείχνει σημάδια ανάκαμψης το 2022, που σύμφωνα με τις εκτιμήσεις, αντιστοιχούν σε 0,8 μονάδες.
Για να αποκατασταθεί – έστω έως το 2030 – το πλήγμα που επέφερε η πανδημία της COVID-19 στις γυναίκες στην εργασία η πρόοδος προς την ισότητα των φύλων θα χρειαστεί να επιτευχθεί δυο φορές πιο γρήγορα συγκριτικά με τον έως τώρα ρυθμό της.
Μεταξύ 2019 και 2020, το ετήσιο ποσοστό ανεργίας στις χώρες του ΟΟΣΑ αυξήθηκε κατά 1,7% για τις γυναίκες (από 5,7% το 2019 σε 7,4% το 2020). Στις ΗΠΑ, το ποσοστό της γυναικείας ανεργίας αυξήθηκε κατακόρυφα από 4% τον Μάρτιο του 2020 σε 16% τον Απρίλιο του 2020 ενώ παρέμεινε υψηλή για το υπόλοιπο του 2020, με την χρονιά να κλείνει τον Δεκέμβριο του 2020 στο 6,7%, κατά 3 ποσοστιαίες μονάδες πάνω συγκριτικά με τον Δεκέμβριο του 2019.
Στο Ηνωμένο Βασίλειο (ΗΒ), δεν έχουν ακόμη διαφανεί πλήρως οι επιπτώσεις της απώλειας των θέσεων εργασίας λόγω COVID-19 χάρη στα προγράμματα διατήρησης των θέσεων εργασίας, τα δεδομένα όμως των αναστολών φανερώνουν ότι οι γυναίκες διατρέχουν μεγαλύτερο κίνδυνο να χάσουν τη δουλειά τους με τη λήξη των προγραμμάτων αυτών. Μεταξύ Ιουλίου και Οκτωβρίου 2020, τέθηκαν σε αναστολή σύμβασης 15,3 εκατομμύρια θέσεις εργασίας στο ΗΒ. Μεταξύ των θέσεων σε αναστολή όπου το φύλο ήταν γνωστό, το 52% ανήκαν σε γυναίκες, παρά το γεγονός ότι οι γυναίκες αποτελούν μόλις το 48% του εργατικού δυναμικού.
Πριν την έλευση της COVID-19, οι γυναίκες απασχολούνταν κατά μέσο όρο έξι ώρες περισσότερο από τους άνδρες στη μη αμειβόμενη φροντίδα των παιδιών κάθε εβδομάδα (σύμφωνα με την έρευνα του UN Women). Στη διάρκεια της πανδημίας, οι γυναίκες έχουν αναλάβει ακόμα μεγαλύτερο μερίδιο και πλέον απασχολούνται 7,7 περισσότερες ώρες την εβδομάδα σε μη αμειβόμενη φροντίδα παιδιών από τους άνδρες – αυτή η «δεύτερη βάρδια» αντιστοιχεί σε 31,5 ώρες την εβδομάδα, σχεδόν όσο μια επιπλέον δουλειά πλήρους απασχόλησης.
Αυτή η αύξηση στην μη-αμειβόμενη εργασία έχει ήδη μειώσει τη συνεισφορά των γυναικών στην οικονομία. Εάν αυτό το επιπλέον φορτίο συνεχιστεί, θα οδηγήσει περισσότερες γυναίκες στην μόνιμη έξοδό τους από την αγορά εργασίας, αντιστρέφοντας την πρόοδο προς την ισότητα των φύλων και μειώνοντας την παραγωγικότητα της οικονομίας.
Ενώ κάποιες γυναίκες ίσως επιλέξουν να αποχωρήσουν προσωρινά από το εργατικό δυναμικό λόγω COVID-19, με την πρόθεση να επιστρέψουν μετά την πανδημία, οι έρευνες δείχνουν ότι τα διαλείμματα καριέρας έχουν μακροπρόθεσμες επιπτώσεις στην προοπτική των γυναικών στην αγορά εργασίας, και ότι οι γυναίκες θα επιστρέψουν σε χαμηλότερα αμειβόμενες και χαμηλότερης εξειδίκευσης θέσεις.
Σημειώνεται ότι στην Ελλάδα καταγράφηκε η μεγαλύτερη αύξηση στον δείκτη μεταξύ 2018 και 2019, χάρη στη βελτίωση όλων των δεικτών της αγοράς εργασίας, εκτός από το ποσοστό των εργαζομένων γυναικών πλήρους απασχόλησης.
Αντιθέτως, στην Πορτογαλία παρατηρήθηκε η μεγαλύτερη μείωση στον δείκτη μεταξύ 2018 και 2019 λόγω της διεύρυνσης του μισθολογικού χάσματος μεταξύ των δύο φύλων κατά 5%.
Η Ισλανδία εξακολουθεί να κρατάει τα πρωτεία στον Δείκτη μεταξύ των χωρών ΟΟΣΑ. Παρουσιάζει σταθερά ισχυρή απόδοση στη συμμετοχή των γυναικών στο εργατικό δυναμικό (84%), έχει χαμηλή διαφορά στο ποσοστό συμμετοχής (5%) και ακόμα χαμηλότερο ποσοστό γυναικείας ανεργίας (3%).
Η Νέα Ζηλανδία και η Σλοβενία ανέβηκαν στην κατάταξη του δείκτη κατά μία θέση. Στη Νέα Ζηλανδία καταγράφηκε ανοδική τάση και στους πέντε δείκτες, έχοντας σκαρφαλώσει 5 θέσεις στον Δείκτη σε διάστημα εννέα ετών. Σε αυτές τις βελτιώσεις έχουν συμβάλλει σημαντικά οι κυβερνητικές πολιτικές και ένα ιστορικό εκπροσώπησης από γυναίκες σε πολιτικούς θεσμούς. Στη Σλοβενία η βελτίωση αφορούσε πτώση στη διαφορά του ποσοστού συμμετοχής αλλά και στην γυναικεία ανεργία, καθώς και αύξηση στο ποσοστό της πλήρους απασχόλησης των γυναικών.
Εάν οι χώρες ΟΟΣΑ πετύχαιναν να αυξήσουν το ποσοστό της γυναικείας απασχόλησης στα επίπεδα της Σουηδίας (που βρίσκεται σταθερά στην κορυφή), η αύξηση του ΑΕΠ θα ξεπερνούσε τα 6 τρισ. δολ. το χρόνο. Οι ΗΠΑ, με ένα από τα υψηλότερα ποσοστά γυναικείας ανεργίας, αναμένεται να κέρδιζε τα περισσότερα – έως και 1,7 τρισ. δολ. το χρόνο.
Σε συνεργασία με tomanifesto.gr