Την ίδια στιγμή είναι ο πρώτος παραγωγός, εξαγωγέας και καταναλωτής ελαιολάδου στον κόσμο.
Ωστόσο, λόγω της υψηλής οικονομικής του αξίας σε σύγκριση με άλλα τρόφιμα, το ελαιόλαδο θεωρείται ότι διατρέχει υψηλό κίνδυνο μη συμμόρφωσης και απάτης. Για την παραγωγή των κρατών μελών, το πλαίσιο της ΕΕ για τους ελέγχους συμμόρφωσης συνέβαλε αποτελεσματικά στη βελτίωση της ποιότητας των προϊόντων στην αγορά και στη μείωση του επιπολασμού των πρακτικών απάτης.
Αυτά είναι τα βασικά πορίσματα της «Μελέτης για την εφαρμογή των ελέγχων συμμόρφωσης στον τομέα του ελαιολάδου σε ολόκληρη την ΕΕ», που δημοσιεύθηκε από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή.
Η ΕΕ έχει θεσπίσει ειδικούς κανονισμούς για να εξασφαλίσει ότι οι τακτικοί έλεγχοι συμμόρφωσης γίνονται σε εθνικό ή περιφερειακό επίπεδο. Τα κράτη μέλη είναι υπεύθυνα για την οργάνωση και την εκτέλεση αυτών των ελέγχων.
Η μελέτη παρέχει κατ? αρχάς μια επισκόπηση του τομέα της ΕΕ για το ελαιόλαδο, καθώς και την τρέχουσα κατάσταση όσον αφορά τους ελέγχους συμμόρφωσης και τον τρόπο λειτουργίας τους. Στη συνέχεια, αξιολογεί κατά πόσον το πλαίσιο της ΕΕ για τους ελέγχους συμμόρφωσης καθιστά δυνατή την επίτευξη στόχων, όπως η εξασφάλιση της προστασίας των καταναλωτών, οι πρακτικές θεμιτού εμπορίου στις σχέσεις μεταξύ επιχειρήσεων και η αποτελεσματική λειτουργία της εσωτερικής αγοράς. Τέλος, η μελέτη εντοπίζει τις βέλτιστες πρακτικές σε εθνικό επίπεδο οι οποίες θα μπορούσαν να συμβάλουν στη βελτίωση του συνολικού συστήματος.
Η ΕΕ είναι ο μεγαλύτερος παραγωγός ελαιολάδου σε παγκόσμιο επίπεδο, αντιπροσωπεύοντας το 69% της παγκόσμιας παραγωγής.
Στην ΕΕ υπάρχουν 9 κράτη μέλη παραγωγής: Ισπανία, Ιταλία, Ελλάδα, Πορτογαλία, Γαλλία, Σλοβενία, Κροατία, Κύπρος και Μάλτα. Στα κράτη αυτά υπάρχουν συνολικά περίπου 5 εκατομμύρια εκτάρια ελαιώνων, τα περισσότερα από τα οποία είναι αφιερωμένα στην παραγωγή ελαιολάδου. Η Ισπανία αντιπροσωπεύει περισσότερο από το ήμισυ της συνολικής έκτασης της ΕΕ με ελαιώνες.
Η Ισπανία είναι ο μεγαλύτερος παραγωγός ελαιολάδου στην ΕΕ: από το 2015/16 έως το 2017/18, κατά μέσο όρο, αντιπροσωπεύει το 63% της συνολικής παραγωγής της ΕΕ. Τα τελευταία 3 χρόνια, η μέση παραγωγή στην Ισπανία ανήλθε σε 1,3 εκατομμύρια τόνους ετησίως.
Σχεδόν το σύνολο της παραγωγής λαμβάνεται σε τέσσερα κράτη μέλη: η Ισπανία (63%), η Ιταλία (17%), η Ελλάδα (14%) και η Πορτογαλία (5%) καλύπτουν από κοινού περίπου το 99% της παραγωγής στην ΕΕ.
Μεταξύ των μη παραγωγών κρατών μελών, η Γερμανία είναι μεταξύ των μεγαλύτερων καταναλωτών, αντιπροσωπεύοντας περίπου το 4% της συνολικής κατανάλωσης στην ΕΕ. Αν και τα επίπεδα παραγωγής ελαιολάδου εξασφαλίζουν αυτάρκεια, η ΕΕ έχει πρωταγωνιστικό ρόλο στη διεθνή αγορά, τόσο ως εισαγωγέας όσο και ως εξαγωγέας ελαιολάδου.
Η ειδική νομοθεσία της ΕΕ διασφαλίζει ότι πληρούνται οι στόχοι του συστήματος ελέγχων συμμόρφωσης των ελαιολάδων.
Το καθεστώς του ελαιολάδου ενσωματώνεται στην Κοινή Οργάνωση Αγοράς (ΚΟΑ), η οποία περιλαμβάνει για παράδειγμα κανόνες για τη στήριξη του τομέα του ελαιολάδου και ένα σύνολο ειδικών ορισμών, ονομασιών και ονομασιών πώλησης που αφορούν τον ελαιοκομικό τομέα.
Οι κανόνες εμπορίας περιλαμβάνουν διατάξεις σχετικά με τη συσκευασία, την επισήμανση, τη συνεργασία μεταξύ των φορέων εκμετάλλευσης και των αρχών ελέγχου και τον έλεγχο της επισήμανσης και των κυρώσεων.
Σύμφωνα με τη μελέτη, οι πιο συνηθισμένες παραβιάσεις είναι η εμπορία παρθένου ελαιολάδου ως έξτρα παρθένο ελαιόλαδο ή η εμπορία μείγμα ελαιολάδων άλλων φυτικών ελαίων (ηλιάνθου, καλαμποκιού, φοινικέλαιου, ελαιοκράμβης κλπ.) με ελαιόλαδο.
Όσον αφορά την επίτευξη των στόχων του πλαισίου της ΕΕ για τους ελέγχους συμμόρφωσης, η μελέτη διαπίστωσε ότι εξασφάλισε επαρκή προστασία των καταναλωτών και πρακτικές θεμιτού εμπορίου στις σχέσεις μεταξύ επιχειρήσεων και καταναλωτών.
Ωστόσο, για τους στόχους της εξασφάλισης ίσων όρων ανταγωνισμού, της αποτελεσματικής λειτουργίας της εσωτερικής αγοράς και των πρακτικών θεμιτού εμπορίου, η μελέτη ανέφερε ότι οι στόχοι αυτοί έχουν επιτευχθεί μόνο εν μέρει, καθώς ποικίλλουν ανάλογα με το συγκεκριμένο εθνικό πλαίσιο.
Η μελέτη επισημαίνει επίσης τα κενά και τα προβλήματα στο σημερινό σύστημα ελέγχου συμμόρφωσης. Μεταξύ αυτών, διαπίστωσε ότι τα κύρια οργανωτικά προβλήματα και τα κενά αφορούν κυρίως τη συνύπαρξη και το συντονισμό μεταξύ πολλών εθνικών (και, σε ορισμένες χώρες, περιφερειακές και / ή τοπικές) αρμόδιες αρχές για τον σχεδιασμό και την εκτέλεση ελέγχων συμμόρφωσης.
Ένα άλλο εμπόδιο που εντοπίστηκε στη μελέτη είναι η έλλειψη πόρων είτε από πλευράς προσωπικού είτε από πλευράς χρηματοδότησης. Το τελευταίο εμποδίζει την επίτευξη των στόχων του συστήματος.